χρεωλυτικώς

χρεωλυτικώς
επίρρ. :

εξοφλώ χρεωλυτικώς фин. — амортизировать


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χρεωλυτικώς" в других словарях:

  • χρεωλυτικώς — και χρεολυτικώς Ν επίρρ. βλ. χρεωλυτικός …   Dictionary of Greek

  • ευαπόσβεστος — η ο (Α εὐαπόσβεστος, ον) αυτός που σβήνεται εύκολα, ο ευκολόσβηστος, ο ευεξάλειπτος, ο εξίτηλος νεοελλ. λέγεται για χρηματική οφειλή χρεωλυτικώς αποδοτέα («ευαπόσβεστο δάνειο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αποσβεστος < απο σβέννυμι (πρβλ. αν… …   Dictionary of Greek

  • χρεωλυτικός — και χρεολυτικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρεωλύσιο ή στην χρεωλυσία 2. φρ. «χρεωλυτικό κεφάλαιο» κεφάλαιο που συσσωρεύθηκε και αποταμιεύθηκε από επιχείρηση ή από κυβερνητικό οργανισμό, με στόχο την περιοδική αποπληρωμή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»